ακυλαλογονίδια

ακυλαλογονίδια
Χημικές ενώσεις με γενικό τύπο R-COX, όπου R = αλκύλιο και Χ = αλογόνο, κυρίως το χλώριο. Θεωρούνται παράγωγα των καρβονικών οξέων (R-COOH) με αντικατάσταση του υδροξυλίου από ένα άτομο αλογόνου (Χ). Παρασκευάζονται από τα καρβονικά οξέα ή τα άλατά τους με επίδραση αλογονούχων ενώσεων του φωσφόρου (ΡΧ5) ή SOX2: R-COOH + ΡΧ5→ R-COX + ΡΟΧ3 + ΗΧ ή R-COOH + SOX2→ R-COX + SO2 + ΗΧ. Τα α. είναι σώματα υγρά, άχρωμα, με ερεθιστική, δυσάρεστη οσμή. Είναι ακυλιωτικά μέσα και χρησιμοποιούνται στην ακυλίωση –χημική αντίδραση κατά την οποία γίνεται εισαγωγή ενός ακυλίου (βλ. λ.) στο μόριο μιας χημικής ένωσης και στη θέση συνήθως ενός υδρογόνου ή, γενικότερα, μονοσθενούς στοιχείου. Υδρολύονται εύκολα και δίνουν οξέα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αλογονίδια — Ονομασία των ενώσεων των αλογόνων με άλλα στοιχεία· οργανικές χημικές ενώσεις του τύπου RXn, όπου R οργανική ρίζα ακόρεστη ή κορεσμένη, απλή ή σύνθετη, Χ το αλογόνο και n ο ακέραιος αριθμός. Τα α. ανάλογα με το είδος της ρίζας διακρίνονται σε… …   Dictionary of Greek

  • ακυλικές ενώσεις — Παράγωγα των καρβονικών οξέων (RCOOH), όπου κατά την αντικατάσταση το ακύλιο μένει αναλλοίωτο. Προέρχονται από τα οξέα με αντικατάσταση του υδρογόνου του υδροξυλίου ή ολόκληρου του υδροξυλίου, π.χ. ακυλαλογονίδια RCΟx (Χ = αλογόνο), εστέρες… …   Dictionary of Greek

  • ακύλιο — Μονοσθενική οργανική ρίζα, με γενικό τύπο RCO– που θεωρείται ότι προκύπτει από τα καρβονικά οξέα (RCOOH), αν απομακρυνθεί το υδροξύλιο του καρβοξυλίου. Κυριότερα παράγωγα του α. είναι τα ακυλαλογονίδια …   Dictionary of Greek

  • ακυλίωση — Η εισαγωγή στο μόριο μιας χημικής ένωσης ενός ή περισσοτέρων ακυλίων σε αντικατάσταση ισάριθμων ατόμων υδρογόνου, κυρίως, ή γενικότερα μονοσθενούς στοιχείου. Η α. γίνεται με τα ακυλιωτικά μέσα, δηλαδή τα ακυλαλογονίδια, τους ανυδρίτες και τους… …   Dictionary of Greek

  • ακυλοβρωμίδια — Οργανικές ενώσεις του γενικού τύπου CνH2v+1COBr. Σπουδαιότερο μέλος της ομόλογης αυτής σειράς είναι το ακετυλοβρωμίδιο, CH3COBr με σημείο βρασμού τους 81°C (βλ. λ. ακυλαλογονίδια) …   Dictionary of Greek

  • ακυλοϊωδίδια — Οργανικές ενώσεις του γενικού τύπου CνH2v+1COJ. Είναι βαριά υγρά που ατμίζουν στον αέρα και σπουδαιότερο μέλος της ομόλογης σειράς είναι το ακετυλιωδίδιο, CH3COJ με σημείο βρασμού τους 108°C (βλ. λ. ακυλαλογονίδια) …   Dictionary of Greek

  • ακυλοπαράγωγα — Οργανικές χημικές ενώσεις με γενικό τύπο RCOA, όπου RCO η οργανική ρίζα ακύλιο και Α ένα μονοσθενές σύμπλεγμα. Είναι παράγωγα των καρβονικών οξέων και ανάλογα με τη μορφή του Α διακρίνονται σε ακυλαλογονίδια, αμίδια και κετόνες …   Dictionary of Greek

  • ακυλοφθορίδια — Οργανικές ενώσεις του γενικού τύπου CνH2v+1 COF. Είναι ευκίνητα υγρά και σπουδαιότερο μέλος της ομόλογης αυτής σειράς είναι το ακετυλοφθορίδιο CH3COF, που δεν ατμίζει στον αέρα ούτε διασπάται ακαριαία από το νερό ενώ έχει σημείο βρασμού τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”