αλογονίδια — Ονομασία των ενώσεων των αλογόνων με άλλα στοιχεία· οργανικές χημικές ενώσεις του τύπου RXn, όπου R οργανική ρίζα ακόρεστη ή κορεσμένη, απλή ή σύνθετη, Χ το αλογόνο και n ο ακέραιος αριθμός. Τα α. ανάλογα με το είδος της ρίζας διακρίνονται σε… … Dictionary of Greek
ακυλικές ενώσεις — Παράγωγα των καρβονικών οξέων (RCOOH), όπου κατά την αντικατάσταση το ακύλιο μένει αναλλοίωτο. Προέρχονται από τα οξέα με αντικατάσταση του υδρογόνου του υδροξυλίου ή ολόκληρου του υδροξυλίου, π.χ. ακυλαλογονίδια RCΟx (Χ = αλογόνο), εστέρες… … Dictionary of Greek
ακύλιο — Μονοσθενική οργανική ρίζα, με γενικό τύπο RCO– που θεωρείται ότι προκύπτει από τα καρβονικά οξέα (RCOOH), αν απομακρυνθεί το υδροξύλιο του καρβοξυλίου. Κυριότερα παράγωγα του α. είναι τα ακυλαλογονίδια … Dictionary of Greek
ακυλίωση — Η εισαγωγή στο μόριο μιας χημικής ένωσης ενός ή περισσοτέρων ακυλίων σε αντικατάσταση ισάριθμων ατόμων υδρογόνου, κυρίως, ή γενικότερα μονοσθενούς στοιχείου. Η α. γίνεται με τα ακυλιωτικά μέσα, δηλαδή τα ακυλαλογονίδια, τους ανυδρίτες και τους… … Dictionary of Greek
ακυλοβρωμίδια — Οργανικές ενώσεις του γενικού τύπου CνH2v+1COBr. Σπουδαιότερο μέλος της ομόλογης αυτής σειράς είναι το ακετυλοβρωμίδιο, CH3COBr με σημείο βρασμού τους 81°C (βλ. λ. ακυλαλογονίδια) … Dictionary of Greek
ακυλοϊωδίδια — Οργανικές ενώσεις του γενικού τύπου CνH2v+1COJ. Είναι βαριά υγρά που ατμίζουν στον αέρα και σπουδαιότερο μέλος της ομόλογης σειράς είναι το ακετυλιωδίδιο, CH3COJ με σημείο βρασμού τους 108°C (βλ. λ. ακυλαλογονίδια) … Dictionary of Greek
ακυλοπαράγωγα — Οργανικές χημικές ενώσεις με γενικό τύπο RCOA, όπου RCO η οργανική ρίζα ακύλιο και Α ένα μονοσθενές σύμπλεγμα. Είναι παράγωγα των καρβονικών οξέων και ανάλογα με τη μορφή του Α διακρίνονται σε ακυλαλογονίδια, αμίδια και κετόνες … Dictionary of Greek
ακυλοφθορίδια — Οργανικές ενώσεις του γενικού τύπου CνH2v+1 COF. Είναι ευκίνητα υγρά και σπουδαιότερο μέλος της ομόλογης αυτής σειράς είναι το ακετυλοφθορίδιο CH3COF, που δεν ατμίζει στον αέρα ούτε διασπάται ακαριαία από το νερό ενώ έχει σημείο βρασμού τους… … Dictionary of Greek